τραγανιστός

τραγανιστός
-ή, -ό, Ν
αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανός («τραγανιστές πατάτες»).
επίρρ...
τραγανιστά Ν
με τραγανιστό τρόπο, με τραγάνισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραγανιστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που τρίζει στη μάσηση, τραγανός: Τραγανιστά στραγάλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραγανός — (I) ή, ό / τραγανός, ή, όν, ΝΑ όμοιος με χόνδρο, υπόσκληρος νεοελλ. 1. αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανιστός («τραγανή πατάτα») 2. το ουδ. ως ουσ. το τραγανό χόνδρος τής μύτης ή τού αφτιού αρχ. εδώδιμος, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ… …   Dictionary of Greek

  • τραγανός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με χοντρό, λιγάκι σκληρός. 2. αυτός που τρίζει στη μάσηση, τραγανιστός: Τραγανό κεράσι. 3. το αρσ. ως ουσ., τραγανός τραχανάς. 4. το ουδ. ως ουσ., τραγανό χόντρος (μύτης, αυτιού κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”